- συνανελθεῖν
- σύν-ἀνέρχομαιgo upaor inf act (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνανέρχομαι — ΜΑ 1. ανέρχομαι μαζί με κάποιον ή στο ίδιο σημείο («συνανελθεῑν μοι εἰς τὴν μητρόπολιν», πάπ.) 2. επανέρχομαι μαζί με άλλον 3. έρχομαι μαζί με κάποιον («συνανῆλθε δὲ καὶ ὁ τούτου πατήρ», Θεοδώρ.) … Dictionary of Greek